- δικολαβισμός
- ο1. τρόπος συζήτησης με παραπλανητικά επιχειρήματα: Ο δικολαβισμός του αποδείχθηκε επιζήμιος για την υπόθεση.2. επιχείρημα που αναφέρεται στους τύπους και όχι στην ουσία μιας υπόθεσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.