δικολαβισμός

δικολαβισμός
ο
1. τρόπος συζήτησης με παραπλανητικά επιχειρήματα: Ο δικολαβισμός του αποδείχθηκε επιζήμιος για την υπόθεση.
2. επιχείρημα που αναφέρεται στους τύπους και όχι στην ουσία μιας υπόθεσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικολαβισμός — ο [δικολάβος] 1. τρόπος συζητήσεως με στρεψόδικα και κακόπιστα επιχειρήματα 2. στρεψόδικο επιχείρημα που αναφέρεται στον τύπο κι όχι στην ουσία …   Dictionary of Greek

  • νομικισμός — ο 1. δικολαβίστικη και σοφιστική ερμηνεία τών νόμων, δικολαβισμός 2. αντιμετώπιση και ερμηνεία όλων τών εκδηλώσεων τής πολιτικής και κοινωνικής ζωής και ουσιαστικών θεμάτων τής τρέχουσας πραγματικότητας υπό το πνεύμα μιας στενής νομικής θεώρησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”